- ελαϊδινικό οξύ
- ή ελαϊδικό οξύ, τοονομασία οργανικού οξέος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελαϊδίνη — Οργανική ένωση, ισομερής προς την ελαΐνη. Παρασκευάζεται με επίδραση στην ελαΐνη νιτρώδους οξέος, τήκεται στους 36°C και, αν σαπωνοποιηθεί από αλκάλια, δίνει ελαϊδινικό οξύ και γλυκερίνη. * * * η χημική ένωση ισομερής με την ελαΐνη … Dictionary of Greek